πολυγόμφωτος

πολυγόμφωτος
πολῠ-γόμφωτος, ον, = foreg., Eust.174.12.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολυγόμφωτος — ον, Μ πολύγομφος*, καρφωμένος με πολλά καρφιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γομφωτός (< γομφῶ «συναρμόζω»), πρβλ. ευ γόμφωτος] …   Dictionary of Greek

  • πολυγόμφωτον — πολυγόμφωτος masc/fem acc sg πολυγόμφωτος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεογόμφωτος — νεογόμφωτος, ον (Μ) αυτός που συναρμόστηκε πρόσφατα, που ναυπηγήθηκε πρόσφατα («νεογόμφωτος ναῡς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + γομφωτός (< γομφώ «συναρμόζω» < γόμφος), πρβλ. πολυγόμφωτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”